πάνεφθος

πάνεφθος
-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάνεφθος — quite boiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανέφθου — πάνεφθος quite boiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”